- τσαλίμι
- το(λ. τουρκ.)1. επιδέξια κίνηση σε χορό, σε πάλη κτλ.2. μτφ., κούνημα, σκέρτσο, νάζι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσαλίμι — το, Ν 1. επιδέξια κίνηση στον χορό ή στην πάλη, κόλπο 2. (γενικά) σκέρτσο, νάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. calim] … Dictionary of Greek
τσαλιμάκι — το, Ν [τσαλίμι] υποκορ. τού τσαλίμι … Dictionary of Greek
διαστροφή — η (AM διαστροφή) 1. εκτροπή μέλους τού ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο 2. στράβωμα, παραμόρφωση 3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά 4. παραμόρφωση,… … Dictionary of Greek
τσαλιμάκι — το μικρό τσαλίμι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)